Αθήνα, 22-12-2015
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Με τη θέσπιση του Ν. 3719/2008 καθιερώθηκε στην χώρα μας για πρώτη φορά μια άλλη επίσημη μορφή συμβίωσης εκτός των θρησκευτικών και πολιτικών γάμων. Αυτή του «συμφώνου συμβίωσης».
Και ενώ σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη ο λόγος ύπαρξης ενός τέτοιου συμφώνου αιτιολογήθηκε πάνω στην αναγκαιότητα να συμπεριληφθούν της αναγνώρισης του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή αλλά και στη συμβίωση εκτός γάμου άτομα του ίδιου φύλλου (άρθρα 8, 14 Σύμβασης), στην Ελλάδα, για άλλη μια φορά, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.
Το Σχέδιο Νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης τροποποιεί έπειτα από 7 χρόνια τον ισχύοντα νόμο και αποτελεί ένα μεγάλο βήμα για την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τη θεραπεία αδικιών έναντι συμπολιτών μας. Αίρει τις διακρίσεις σε βάρος συμπολιτών μας λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και αναβαθμίζει το σύμφωνο συμβίωσης, καθώς αναγνωρίζει οικογενειακούς δεσμούς μεταξύ των μερών. Έτσι προστατεύεται η οικογενειακή ζωή.
Με γνώμονα την εξάλειψη των στερεοτύπων και των κοινωνικών προκαταλήψεων η συνταγματικά προστατευμένη ισότητα αναδεικνύεται σε πρωταρχικό στόχο μας.
Δεν είναι δυνατόν η Πολιτεία να αγνοεί περιφρονητικά μια σειρά από νομικά, φορολογικά, κληρονομικά, αλλά και ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης, ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου που συμβιώνουν. Με αυτές τις ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται με αποφασιστικό τρόπο αυτά τα ζητήματα.
Τα δικαιώματα είναι αδιαίρετα και αφορούν όλη τη κοινωνία. Το σύμφωνο συμβίωσης θα ισχύει πλέον και για τα ομόφυλα ζευγάρια, ενώ παράλληλα βελτιώνονται οι διατάξεις που αφορούν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης ετερόφυλων ζευγαριών.
Όπως έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οικογενειακοί δεσμοί δεν δημιουργούνται μόνο μέσα από τον γάμο. Μέχρι σήμερα, όμως, στην Ελλάδα αποκλείεται ένας σημαντικός αριθμός πολιτών αποκλείεται από την άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Η μέχρι τώρα παντελής απουσία θεσμικής ρύθμισης και η απόλυτη αδυναμία άσκησης του δικαιώματος ομόφυλων προσώπων στην οικογενειακή ζωή, λόγω και της απουσίας αποτελεσματικών ένδικων μέσων για τη διεκδίκησή του στη χώρα μας, οδήγησε σε προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και σε καταδίκες της χώρας μας.
Στην πλειοψηφία τους οι εθνικές νομοθεσίες των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών ρυθμίζουν με θετικό τρόπο την συμβιωτική σχέση ομόφυλων προσώπων.
Στην Ελλάδα, ο αποκλεισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα σοβαρές συνέπειες για μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας, που υποβάλλονται καθημερινά σε δυσμενείς διακρίσεις και στερούνται στοιχειωδών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα η ρύθμιση οικογενειακών σχέσεων, κληρονομικών δικαιωμάτων, ζητήματα φορολόγησης, ασφάλισης, το δικαίωμα σε επιδόματα και λοιπά ευεργετήματα που προβλέπονται για τους συζύγους/συντρόφους, η στέρηση ακόμη και του δικαιώματος να θεωρηθούν πλησιέστεροι συγγενείς σε περιπτώσεις σοβαρής ασθένειας του συντρόφου τους και να συμμετέχουν σε αποφάσεις που αφορούν την περίθαλψη και νοσηλεία του.
Σήμερα, λοιπόν, ανοίγεται ο δρόμος για την πλήρη αποκατάσταση της ισονομίας, όρος απαράβατος για μία δημοκρατία, και την άρση του θεσμικού κοινωνικού ρατσισμού που θέτει στο περιθώριο ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.
Είναι υποχρέωσή μας να προστατεύσουμε το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και να μην έχουμε στη χώρα μας αδικαιολόγητες διακρίσεις. Το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή για άτομα του ίδιου φύλου δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά αυτονόητη σύγκλιση προς την αρχή της ισότητας.
Το σημερινό σχέδιο νόμου στηρίζεται στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και θεμελιώνει έμπρακτα την προστασία της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, καθώς και στις αρχές της δίκαιης και ίσης μεταχείρισης.
Ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου συμπυκνώνεται σε δύο βασικά σημεία: Πρώτον, τα μέρη του συμφώνου εμπίπτουν στον όρο «οικογένεια». Δεύτερον, οι διατάξεις του Νομοσχεδίου προωθούν κατά κανόνα την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας.
Σε αντίθεση με τον γάμο, τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίσουν τα ίδια τις περιουσιακές τους σχέσεις, σύμφωνα όμως με τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης, διατηρώντας σε μεγαλύτερο βαθμό την περιουσιακή τους αυτοτέλεια, εφόσον το επιθυμούν, ακόμη και σε κληρονομικά θέματα.
Στα πλαίσια του σεβασμού στου δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, η Πολιτεία οφείλει να είναι παρούσα και να πράττει κάθε τι, ώστε στα πλαίσια της έννομης και συνταγματικής τάξης να αποκαταστήσει την κοινωνική ειρήνη όπου αυτή διαταράσσεται.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, και ενώ κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στην σημερινή κοινωνία υπάρχουν και άλλες μορφές συνύπαρξης, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ένα νομικό πλαίσιο που οδηγεί σε μια αρμονική κοινωνική συμβίωση, όπου κανείς δεν θα νιώθει αποκλεισμένος.
Άλλωστε, το σύμφωνο συμβίωσης, εμπερικλείοντας και άτομα του ίδιου φύλου, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πλήγμα για τον θεσμό του γάμου. Αντίθετα, τον σέβεται και τον αναγνωρίζει.
Σε καμία περίπτωση δεν τον καταργεί ούτε τον αντικαθιστά. Πολύ περισσότερο το σύμφωνο συμβίωσης σέβεται και αναγνωρίζει τον θεσμό της οικογένειας, δανειζόμενο αναλογικά τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Παράλληλα, όμως, σέβεται και την συνταγματική επιταγή της ελεύθερης διαμόρφωσης των σχέσεων με έμφαση στην αυτονομία και τον αυτοπροσδιορισμό.
Σέβεται τον γάμο, με την παραδοσιακή του έννοια, αλλά σέβεται και τους συμπολίτες μας που δεν δύνανται να συνάψουν γάμο. Άλλωστε, σκοπός της νομοθεσίας που πλαισιώνει μια δημοκρατική κοινωνία είναι να συμφιλιώνεται και να συγκλίνει με την κοινωνική πραγματικότητα.
Και η κοινωνική πραγματικότητα είναι ότι η απόλαυση της οικογενειακής ζωής είναι δικαίωμα όλων χωρίς διάκριση.
Είναι καθήκον της πολιτείας να προστατεύσει αυτό το δικαίωμα. Και αυτό πράττουμε σήμερα.
Τέλος, θα ήθελα να κάνω δύο επισημάνσεις σχετικά με την τροπολογία που έχει κατατεθεί από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την κατάργηση του άρθρου 347 ΠΚ.
Και σας καλώ κύριε υπουργέ να αποδεχτείτε αυτήν την τροπολογία δίνοντας ταυτόχρονα και ένα μήνυμα σχετικά με το περιεχόμενο και την προοδευτική κατεύθυνση της αναμόρφωσης του Ποινικού Κώδικα, όπως έχετε ήδη εξαγγείλει και την οποία ήδη επεξεργάζεται η αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ενισχυτικές αυτής της κατάργησης είναι οι συστάσεις προς τη χώρα μας από την Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία μεταξύ άλλων εξέφρασε ήδη από το 2005 την ανησυχία της για τις αναφερόμενες συνεχιζόμενες διακρίσεις σε βάρος ατόμων στη βάση του γενετήσιου προσανατολισμού τους, προτρέπει την ελληνική πολιτεία να παράσχει ένδικα μέτρα κατά των πρακτικών διακρίσεων στη βάση του γενετήσιου προσανατολισμού, καθώς και μέτρα ενημέρωσης για την αντιμετώπιση προτύπων προκατάληψης και διακρίσεων.
Είναι προφανές ότι η ύπαρξη της εν λόγω διάταξης, στιγματίζει ποινικά μια κατηγορία ατόμων, κάτω μάλιστα από έναν εξαιρετικά υποδηλωτικό τίτλο.













